- εκσλαβισμός
- οη ενέργεια και το αποτέλεσμα τού εκσλαβίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εκσλαβισμός — ο η μεταβολή σε σλαβικό ή σε Σλάβο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)